- προσαναδιδωμι
- προσαναδίδωμιπροσ-αναδίδωμι1) передавать, вручать
(τινι τέν ἀσπίδα Plut.)
2) (дополнительно) раздавать(τι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι τέν ἀσπίδα Plut.)
(τι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαναδίδωμι — Α δίνω ή μοιράζω σε κάποιον κάτι επιπροσθέτως ή κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναδίδωμι «διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω»] … Dictionary of Greek